- μώψ
- μώψ· ὁ μὴ ὀξυδορκῶν, καθαροὺς δὲ ἔχων τοὺς ὀφθαλμούς, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μωψ — (I) το άκλ. ζωοτ. είδος σκυλιού. (II) μώψ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μὴ ὀξυδορκῶν, καθαροὺς δὲ ἔχων τοὺς ὀφθαλμούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. συνδεόμενη πιθ. με το μύωψ] … Dictionary of Greek